Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

α υ τ ο δ ι ά θ ε σ η ...


στο πρεβάζι της γερμένη και αναμνήσεις σωρηδόν πάντα επίσημα ντυμένη με σατέν κομπινεζόν χρώμα μαύρο, όλα μαύρα κι από μέσα η ψυχή σ`όλους έστελνε μια αύρα και σ`αυτήν, μια αντοχή είχε κλείσει τα καμπόσα μυστικά, πάση θυσία κι όταν την ρωτούσαν πόσα την βαρούσε αμνησία μα όταν σφάλιζε τα στόρια έφτυνε υπομονή και ποθούσε τα μαστόρια στο απέναντι γιαπί έτσι πάντα στον καθρέφτη συντροφιά για να χαρεί εξασφάλιζε τον “ψεύτη” για να κάνει ό τι μπορεί και κατέβαζε με σκέρτσο την φθαρμένη την τιράντα κοροιδεύοντας τον “τέρτσο” σαν κρατούσε την αβάντα την αβάντα, το φινάλε του μυαλού τις ενοχές και το σάλτο το μορτάλε στου κορμιού τις αντοχές

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

τ α ξ ί δ ι α ...

πέλαγα δικά μου μακρινά
στο τζάμι, ζωγραφίζω ένα βαρκάκι
στου αχνού τη σιγουριά να κολυμπά
με δίχως άγκυρα, κουπιά και τιμονάκι

έτσι κάνω ταξίδια
μα μένω πάντα στα ίδια
δεν θέλω το παράθυρο ν`ανοίξω
έτσι ξεσπάω αλήθεια
αντέχω από συνήθεια
το μόνο που φοβάμαι μη σε πνίξω

πέλαγα δικά μου μακρινά
η βάρκα μου ασάλευτη να μένει
να θέλει να μπαρκάρει σ`άγνωστα νερά
μα σε υδρατμούς ο κάβος της να δένει

έτσι κάνω ταξίδια
και στέκομαι στα ίδια
το ξέρω το παράθυρο αν ανοίξω
η σκέψη θα ρεφάρει
η βάρκα θα μπατάρει
και σίγουρα καρδιά μου θα σε πνίξω

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

πως, άλλωστε ...


πως να γράψω για έρωτα ;
πάνε τόσα χρόνια άλλωστε

λησμόνησα

η αίσθηση με εγκατέλειψε
από την όσφρηση αρχικά

κι όλα τα σύμφωνα συνωμότησαν
να μου χαλάσουν την ομορφιά
εκεί που οι λέξεις κάνανε
την δική τους ανταρσία

ύστερα έχασα την όραση
κι η ακοή που απόμεινε
δε με λυπάται

όλο τραυλούς ψιθύρους
μου φέρνει δώρο

πως να γράψω για έρωτα ;

για μάτια που δεν γνώρισα
για χείλια που δεν γεύτηκα
για οργασμούς μοναχικούς
και κούφιους

επιλογές στο λάθος πάντα
να στοχεύουν

εκφάνσεις με φωνήεντα
που πνίγηκαν στο στόμα

κ ά δ ρ ο ...


χτύπα στον τοίχο ένα καρφί
έφυγα, κρέμασε με
βάλε με σαν ενθύμιο
σαν ζωντανή ανάμνηση

ψηλάφισε με την αφή
μ` αυτή προστάτεψε με
και κάνε με πιο δυνατή
πιο όμορφη απ` την άνοιξη

εγώ από κει θα σου γελώ
θα γνέφω στις σιωπές σου
σαν μια εικόνα σου σεπτή
με νοιάξιμο μιας μάνας

που πεθυμά να στέκεται
σαν ίσκιος, στις χαρές σου
να `ναι για σένα η φωνή,
απόηχος καμπάνας

πάρε και τα πινέλα σου
και δώσ` μου λίγο χρώμα
να λάμπουνε τα μάτια μου
να μην είμαι θλιμμένη

να σε ζητά η σκέψη μου
ας κρέμεται το σώμα
να με πονάει το καρφί
να σε κοιτώ, να σ` αγαπώ
κι ας είμαι πεθαμένη

ο χορός των ψυχών ...


όταν μένει το σπίτι
ορφανό στο σκοτάδι
όταν είναι που λέμε
η εβδομάς των ψυχών
χαλαρώνουν τα πάντα
σαν ουράνιο σημάδι
και αρχίζει με τέμπο
ο χορός των νεκρών

και το βαλς της βραδιάς
το ανοίγει ο πατέρας
με του Στράους μελωδία
και στροβίλισμα αργό
σα να θέλει να κλέψει
την καρδιά της μητέρας
και μετά το γυρίζει
σε ταγκό φλογερό !

πόσο θα`θελα αλήθεια
να τους βλέπω για πάντα
να χορεύουν σμιχτά
αγκαλιά στο σαλόνι
και να σπάει τη μύτη
μια θεσπέσια λεβάντα
που την ξόδευα όλη
για να μη νιώθω μόνη

ο χορός των ψυχών
και εσύ πιο κοντά του
το γλυκό κουταλιού
κι ο μπαρόκ καναπές
ήρθες κι έφυγες πάλι
περιστέρα δικιά του
σ`αγαπώ στα όνειρα μου
σε ζητώ στις σκιές ...

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ε π ι λ ο γ ή ...


είκοσι χρόνια πιο μικρός
βάλε και κάτι ακόμα
είκοσι χρόνια σαν Θεός
αλλά πηλός και χώμα

είκοσι χρόνια φυλακή
κρύβε ψυχή στο δείλι
όταν καμπάνα αντηχεί
τρέμει η φωνή στα χείλη

απέτυχες στον στόχο σου
και το βουνό σ`αφήνει
παρθένα είναι η κορφή
και λάμπει από σαγήνη

εσύ την σάρκα διάλεξες
να κυβερνά τα λάθη
και το μυαλό το παίδεψες
να πάθει για να μάθει

είκοσι χρόνια πιο μικρός
και δεν υπάρχει γυρισμός
στην όποια επιλογή σου

είκοσι χρόνια μοναχός
καράβι ακυβέρνητο
στα πάθη, η ζωή σου ...

του Ασώτου ...


σπίτι εγώ ποτέ δεν θα`χω
μήτε στρώμα και κρεβάτι
δεν θα έχω ούτε σκύλο
να μου κάνει μαργιολιές
πολυτέλειες δεν θα`χω
να τους μπαίνω εις το μάτι
μοναχά ένα παγκάκι
και δυο γόπες από χτες

μα κι αυτό δεν μου ανήκει
μια και είν`της πολιτείας
και σαν μέλος της οφείλω
κάθε τι να σεβαστώ
πως το τίμημα που αρμόζει
είναι απόρροια αλητείας
και καλά θα κάνω φίλε
για να πάω να σκοτωθώ

το τι τρόπο να διαλέξω
πάλι πρόβλημα μεγάλο
να καρφώσω το βελόνι
πα στο μπράτσο παστρικά
μα κι αυτό αν αποτύχει
η ζωή μου θα τελειώνει
μέσα στην απελπισία
ίσως βασανιστικά !

άρα απόμεινε το δέντρο
να τα βλέπω από ψηλά
να κουνώ τα δυο μου χέρια
σαν πολιτικός με βούλα
και την γλώσσα μου να βγάζω
όταν κάποιος μου μιλά
μια κι απάντηση καμία
δεν θα παίρνει ούτε ζούλα

κι αν το θέαμα προσβάλλει
κανενός αισθητική
ας με συγχωρέσουν Θεέ μου
οι ευυπόληπτοι πολίτες
ένα δέντρο θ`αγκαλιάσει
την ταλαίπωρη ψυχή
και το "δεύτε τελευταίον"
θα το ψάλλουν οι σπουργίτες ...

με σεβασμό ...


γι αυτούς που ζουν στα ξένα
που βρέθηκαν εκεί
αν θες από τη μοίρα
ή από επιλογή
πάντα μια καλή κουβέντα
έχω να πω

γι αυτούς που`χουν χορτάσει
το ξένο το ψωμί
και έχουν ξεδιψάσει
σε μακρινή πηγή
πάντα ο λόγος μου καλός
θε να`ναι

γι αυτούς που την πατρίδα
τη νιώθουν ιερή
και έχουν μια ρυτίδα
βαθιά μέσ`την ψυχή
πάντα η σκέψη μου πετά
μα δε τους φτάνει

αυτούς που οικογένειες
στήσαν με ιδρώτα κι αίμα
και κάψαν τις ζωές τους
εκεί μακριά στα ξένα
πάντα θα ονοματίζω
στα ταπεινά τραγούδια μου

να`ναι γεροί, να`ναι καλά
κι ας μη γυρίσουν ..................

ψ ά χ ν ο ν τ α ς ...


ένας μάγκας ήλιος βγήκε
στο κατώφλι σου
και παλεύει για να πάρει
τα φιλιά σου
στη σκιά πως καμαρώνω εγώ
το μπόι σου
γιατί ντρέπομαι να δω
τα βήματα σου

και η κλειδαριά τρελής καρδιάς
κάνει παιχνίδι
μια κι έχει χάσει το κλειδί και τ`αντικλείδι

ένας αητός έχει κουρνιάσει
στη μασχάλη σου
κι αποζητά κι αυτός να κλέψει
τη θωριά σου
θα`θελα να`μουν αητός
στο παρακάλι σου
να`μουνα μία δρασκελιά
στη σιγουριά σου

και η κλειδαριά τρελής καρδιάς
ψάχνει παιχνίδι
μια κι είσαι συ και το κλειδί και τ`αντικλείδι

σαν άτια ...


φεύγουν τα ποιήματα
καλπάζουν σαν άτια
γράφουν πορείες
μπροστά στα μάτια μας
τα διαβάζουμε
τα προσπερνάμε
κι ύστερα
πεθαίνουν μόνα
στη λησμονιά ...

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών ...


Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών
όλων των άλλων γυναικών
εκτός απ`την δικιά του
δε πα να είναι και γνωστών
φίλων τινων η συγγενών
μακάρι και η θειά του

προφίλ του σοβαροφανή
του άνδρα του επιφανή
σαν πάει στην εκκλησία
υφάκι ολίγον τι μπλαζέ
και την κυρά του αγκαζέ
μπροστά σ`αυτήν καμία

καυχιέται και η καψερή
δεν την αποκαλεί "μωρή"
κορώνα στο κεφάλι του!
κι απ`τις κορώνες του ολέ
φαντάζει σαν καμπριολέ
ξεφώνημα στο χάλι του

ανήρ εξέχων στο χωριό
η στην κωμόπολη θαρρώ
κινήσεις μετρημένες
και μια και πέρασαν τα χρό...
οι επιλογές είν`ακριβές
και ψαχτοδιαλεγμένες

μα σαν στριμώξει το μωρό
σε πανδοχείο πονηρό
κομπλάρει κι η αφάνα μου
ελλάς ελλήνων χριστιανών!
και στην καριόλα πρηνηδόν
πες, τι σου κάνω μάνα μου ;

την άλλη μέρα με παπ(ι)γιόν
επίτιμον και σοβαρόν
της κοινωνίας μέλος
μετάνοιες κάνει εις τον ναόν
ο Γιαραμπής να`χει γερόν
το τρίτο του το σκέλος ...

ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η ...


αν είμαι εγώ η Μαγδαληνή
εσύ είσαι ο Χριστός μου
αν είμαι εγώ ο Σατανάς
εσύ ο άγγελος μου

αν είμαι εγώ το μάγουλο
εσύ είσαι το χάδι
αν είμαι η περπατησιά
εσύ είσαι το σημάδι

αν είμαι εγώ η τσέπη σου
εσύ είσαι το κέρμα
αν είμαι η αλήθεια σου
εσύ είσαι το ψέμα

αν είμαι ο πλάνος όφις σου
εσύ είσαι το μήλο
αν είμαι εγώ το τζάκι σου
εσύ είσαι το ξύλο

αν είμαι το ρυάκι σου
εσύ είσαι το ποτάμι
αν είσαι εσύ η ζυγαριά
εγώ είμαι το δράμι

αν είμαι το σκοτάδι σου
εσύ είσαι το φως μου
αν είμαι το μεράκι σου
εσύ είσαι ο καημός μου

και όλα αυτά και όλα αυτά
κι όσα δεν έχω γράψει
εσύ είσαι ο ρόλος μου
κι εγώ είμαι η πράξη

εσύ είσαι το εικόνισμα
εγώ είμαι το καντήλι
τα δάκρυα μου είσαι εσύ
κι εγώ είμαι το μαντήλι

και σ`αγαπώ και σ`αγαπώ
μα δεν μπορώ να σ`έχω
λαχτάρα να σ`αναζητώ
κορμί να σε κατέχω ...

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

γράφω Θάνατο ...


και γράφω και θα γράφω
για μια ώρα "επίσημη"
ώρα φευγιού και μοναξιάς
ώρα μη αναστρέψιμη

********

και κάθομαι στο ράδιο
και βάζω τα τραγούδια
πίνοντας κανα δυο κρασιά
φλερτάροντας τη μοίρα
αγγίζοντας το σήμερα
αναπολώ το τότε
μετρώντας το συναίσθημα
και που πήγε η φύρα

μιλώντας για τον Θάνατο
ξεχνώ γιορτές και σχόλες
μπερδεύω αυτά που αγάπησα
μ`αυτά που με αφήσαν
η λησμονιά είναι τίμημα
και φέρνει το σαράκι
μεσ`τις καρδιές που άνανδρα
ό,τι έζησαν το σβήσαν

κι εγώ μιλώ για Θάνατο
ανάβοντας τσιγάρο
και ξεπουλώ το σήμερα
για`κείνο που προσμένω
μα προσκυνώ γονυπετής
έναν λεβέντη Χάρο
μη τύχει και μου χαριστεί
σαν θα τον περιμένω ...

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

φίλε μου ...


τους τοίχους μπογιαντίζαμε
με σπρέι χρωματιστά
και χτίζαμε δυο όνειρα
με δανεικό τσιγάρο
φουρτούνιαζε το βλέμμα μας
με βλέφαρα κλειστά
και λέγαμε απ`τα ζόρια μας
και το Χριστό φαντάρο

φίλε μου γιατί πρόδωσες
της νιότης τα γενναία
στα δυο, κλεφτά φουμέρναμε
και κλαίγαμε παρέα

δειλά δειλά στριμώχναμε
στην τσέπη το μαυράκι
πάντα μια ζούλα βρίσκαμε
την λέγαμε τεκέ
ξελιγωμένη απαραδιά
να ζεσταθεί λιγάκι
να ζαλιστεί απ`τη γλύκα του
να νιώσει κυριλέ

φίλε μου γιατί πούλησες
της νιότης τα ωραία
μας τυραννούσε ο έρωτας
και κλαίγαμε παρέα

γονάτισε η μνήμη μου
φίλε σ`αυτό το τότε
κουράστηκε να σε ζητά
σε διαδρομές κοινές
τώρα το σπρέι ασπρόμαυρο
μπερδεύεται στο πότε (;)
κι ένας καθρέφτης γέροντας
μου απαντά, ποτές ...

μ ε τ ά γ γ ι σ η ...


αν είχαμε στην ίδια πόλη γεννηθεί
ίσως κάποια στιγμή
να συναντιόμασταν τυχαία

μπορεί σε κάποιο σινεμά
μπορεί στην δίπλα γειτονιά
μπορεί μέσα στην εκκλησιά
μπορεί ποτέ και πουθενά

κι όμως, είναι το απίθανο
για μένα πιθανό
να σε γνωρίσω
και να σ` αγαπήσω τόσο

μέσα σε τρένο
που νοστάλγησα γραμμής
με εισιτήριο διπλό
επιστροφής

μόνο σ` αγάπης διαδρομή
για να σε βρω
θέση για σένανε
διπλή να καπαρώσω

κι όταν σιμά μου αφεθείς
άλικο αίμα καθαρό
από το αίμα της καρδιάς μου
να σου δώσω
`κείνης της άγιας μας στιγμής

αν ίσως κάποτε βρισκόμασταν τυχαία ...

α ε τ ο ί ...


πλοία πολλά ναυλώσαμε
καθένα μια ιστορία
πορείες υπερήφανες
να γράψουμε ζωή
και ρίμες ζωγραφίζαμε
ωσάν του Καββαδία
μα για πυξίδα είχαμε
όλο μια αναβολή

άνοιξες ανταλλάξαμε
με δήμιους χειμώνες
στις τρικυμίες πνίγαμε
κάθε αναποδιά
γελούσες και μου έλεγες
θα βγούμε Ροβινσώνες
γελούσα και σου έλεγα
θα μείνουμε παιδιά

μια μέρα αποφασίσαμε
όχι άλλο καράβια
στο όνειρο ν`αράξουμε
που τάζει η στεριά
και μόλις συμφωνήσαμε
πετάξαμε στ`αμπάρια
όλες τις αναμνήσεις μας
μαζί και την καρδιά

και από τότε τριγυρνά
στα μέσα μας παράπονο
και από τότε ζώνει μας
ένα πικρό γιατί
μια και το ξέρουμε καλά
της μοίρας μας το άδικο
να γεννηθούμε σε κλουβιά
ενώ είμαστ`αετοί ...

κι όμως, ξεχάστηκα ...


μπορεί ενθύμιο να `μαι εγώ
ένα γαρύφαλλο, θαρρώ
μπορεί να έπαιζα
στο "Ζ" πρώτη μούρη
άλικο χρώμα ζωηρό
και ένα σφίξιμο απαλό
απ` άγιο χέρι, στοργικό
που μ` είχε γούρι

αλλά ξεχάστηκα ...

ίσως να είμαι ακορντεόν
σε ένα "Θίασο" ψυχών
με πλέρια χρήση
από αταίριαστο μπουλούκι
κάθε που ερχότανε λοιπόν
πάτσι το χτες με το παρόν
-ασυμφωνία κυριών-
τράβαγα λούκι

κι όμως ξεχάστηκα ...

ή μήπως γράμμα ερωτικό
που `βαλε ένα αερικό
μέσ` σε μπουκάλι
να θρηνεί ό,τι έχει χάσει
να ψάχνει κάποιον δυστυχώς
σε μια ταινία προσεχώς
να βρει στο δρόμο του
να μη το προσπεράσει

μα πάλι χάθηκα ...

παίρνω στα χέρια
την ζωή μου τελικά
να `μαι η απόφαση
μιας "Νύχτας που θα μείνει"
να στροβιλίζομαι
Βοριάς στα λαϊκά
ν` ανάβω βλέμματα
να σβήνω αδρεναλίνη
να κλαίω για σένανε
που χάνω, ειδικά ...

σαν μια γυναίκα
που για
έρωτα
διψά

και ό,τι γίνει ...........